- αποκλήρωση
- ητο να αποκληρώσει κανείς: Η αποκλήρωση απαιτεί ορισμένη διαδικασία, αλλιώς είναι άκυρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποκλήρωση — Σύμφωνα με το Κληρονομικό Δίκαιο, ο κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη του να αποκληρώσει συγγενείς του ή τον/τη σύζυγό του από την κληρονομιά του. Προκειμένου όμως για τη νόμιμη μοίρα, το ποσοστό δηλαδή της κληρονομιάς που παίρνουν υποχρεωτικά… … Dictionary of Greek
ἀποκληρώσῃ — ἀποκληρώσηι , ἀποκλήρωσις selection by lot fem dat sg (epic) ἀποκληρόω choose by lot from aor subj mid 2nd sg ἀποκληρόω choose by lot from aor subj act 3rd sg ἀποκληρόω choose by lot from fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποκληρώσῃ , ἀποκληρόω choose by lot… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκήρυξη — Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπει τη διαδικασία με την οποία μπορεί ο σύζυγος να αποκηρύξει το παιδί που γέννησε η σύζυγός του, αποδεικνύοντας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ήταν αδύνατον να έχει συλλάβει από αυτόν. Ο νόμος… … Dictionary of Greek
ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… … Dictionary of Greek
αποκληρωτικός — ή, ό (Α ἀποκληρωτικός, ή, όν) νεοελλ. ο σχετικός με την αποκλήρωση αρχ. 1. αυτός που εκλέγει με κλήρο, στην τύχη 2. «ἀποκληρωτικός λόγος» ο ασαφής … Dictionary of Greek
απόρρησις — ἀπόρρησις, η (Α) [ρήσις] 1. απαγόρευση 2. άρνηση, αποποίηση, εγκατάλειψη ζητήματος 3. λύση ανακωχής 4. αποκήρυξη, αποκλήρωση 5. υποχώρηση … Dictionary of Greek
Βαντόμ — I (Vendôme). Πόλη (18.359 κάτ.) της κεντρικής Γαλλίας στον νομό Λουάρ ε Σερ (Loir et Cher), στο γεωγραφικό διαμέρισμα του Κέντρου (Centre). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Λουάρ και συνδέεται σιδηροδρομικά με το Παρίσι, στα ΒΑ. Η Β.… … Dictionary of Greek
γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… … Dictionary of Greek
κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… … Dictionary of Greek
κωδίκελος — Όρος του κληρονομικού δικαίου που πλέον δεν ισχύει. Είναι βυζαντινορωμαϊκής προέλευσης και είχε διατηρηθεί στο νεότερο δίκαιο με τον νόμο ΓΨΛ’/1911, ο οποίος καταργήθηκε με την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (1946). Ο κ. ήταν ένα είδος διαθήκης, με… … Dictionary of Greek